Υπεραγωγιμότητα - definitie. Wat is Υπεραγωγιμότητα
Diclib.com
Woordenboek ChatGPT
Voer een woord of zin in in een taal naar keuze 👆
Taal:     

Vertaling en analyse van woorden door kunstmatige intelligentie ChatGPT

Op deze pagina kunt u een gedetailleerde analyse krijgen van een woord of zin, geproduceerd met behulp van de beste kunstmatige intelligentietechnologie tot nu toe:

  • hoe het woord wordt gebruikt
  • gebruiksfrequentie
  • het wordt vaker gebruikt in mondelinge of schriftelijke toespraken
  • opties voor woordvertaling
  • Gebruiksvoorbeelden (meerdere zinnen met vertaling)
  • etymologie

Wat (wie) is Υπεραγωγιμότητα - definitie


Υπεραγωγιμότητα         
  • Βίντεο παρουσίασης του φαινομένου Meissner σε υπεραγωγό υψηλών θερμοκρασιών  (μαύρη παστίλια) με έναν μεταλλικό μαγνήτη
  • Η θωράκιση με την κίνηση των ιόντων (μπλε) μπορεί να δώσει μια ελκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των ηλεκτρονίων (κόκκινο) με ενέργεια ζεύγους <math>\lambda<2\epsilon_f</math>  η οποία  είναι δυνατόν να σχηματίσει μια δέσμια κατάσταση στο περιβάλλον των άλλων ηλεκτρονίων στο χώρο των ορμών, το ονομαζόμενο ζεύγος Cooper, με  τα δύο ηλεκτρόνια πολύ κοντά στην επιφάνεια Fermi.
  • Ηg]] ως συνάρτηση της θερμοκρασίας όπως προέκυψε από τα πειραματικά αποτελέσματα του Kάμερλιν Όνες''
  • Ειδική αντίσταση σαν συνάρτηση της θερμοκρασίας για μέταλλο και υπεραγωγό.
  • 
Το κρίσιμο μαγνητικό πεδίο συναρτήσει της θερμοκρασίας για α) υπεραγωγούς τύπου Ι και β) υπεραγωγούς τύπου ΙΙ
Υπεραγωγιμότητα ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία συγκεκριμένα υλικά (μεταλλικά στοιχεία, κράματα, κεραμικά κ.α) παρουσιάζουν μηδενική dc ηλεκτρική ειδική αντίσταση κάτω από μια κρίσιμη θερμοκρασία ΤC, συγκεκριμένη για κάθε υλικό. Τα αντίστοιχα υλικά ονομάζονται υπεραγωγοί. Η υπεραγωγιμότητα ανακαλύφθηκε στις 8 Απριλίου το 1911 από τον φυσικό Χάικε Κάμερλιν Όνες (Heike Kamerlingh Onnes) του πανεπιστημίου Λέιντεν της Ολλανδίας. Μια δεύτερη βασική ιδιότητα των υπεραγωγών είναι ότι συμπεριφέρονται ως τέλειοι διαμαγνήτες. Ένα δείγμα υπεραγωγού σε θερμική ισορροπί